
Αυτός που έχει ΔΕος, φόβο, ΔΕΙλία, μπρος στο ΔΕΙνό αφεντικό και είναι όλο
ΔΕήσεις, ο ενΔΕής, γίνεται άνθρωπος με την ΑΔΕΙα, γίνεται αΔΕής: άφοβος,
ασφαλής (απο την αΔεή η ΑΔΕια).
Οι λέξεις αυτές :
ΔΕ-ος: φόβος
ΔΕιλία
ΔΕινός
ΔΕηση
ενΔΕής
αΔΕΙα
αΔΕής
είναι ομόρριζες. Παράγονται απο την *δFι. Κατ΄άλλους, απο το δεδFo-ja, δεδFο-α,
δεδFω, παράγεται ο ποιητικός ενεστώς [δείδω] που σημαίνει φοβούμαι. Οι Αττικοί
χρησιμοποιούν τον παρακείμενο δεδοικα με σημασία ενεστώτος.
Δέδοικα λοιπόν και σπανιότερα δέδια, το φοβούμαι. Μετοχή δεδιώς και δεδοικώς
Τα παράγωγα:
δείμα (φόβος), δέος, αδεής(άφοβος), δειλός, δεινός
Ακόμα: δί-νος (περιστροφή), δίεσθαι (σπεύδειν)
σανσκριτικά Di-nas (αυτός που έχει φοβηθεί)
σανσκριτικά Di-jami : σπεύδω, φεύγω, δηλαδή αυτός που φοβάται, ο τρομαγμένος
ο γιομάτος δέος παίρνει άδεια, α-δέ-ος, γίνεται αδεής.
Την άδεια του τη χορηγεί η αρμόδια αρχή,ή το δεινό αφεντικό και γίνεται δί-νος,
στροβιλίζεται και φεύγει, ή είναι φευγάτος ποιητική αδεία
Καλη άδεια, λοιπόν λέμε…Δηλαδή απόβαλε το ΔΕος σου, το φόβο σου και
ξεΚΟΥΡάσου.
ΚΟΥΡαση, είναι το ΚΟΥΡεμα απο το μεσαιωνικό ΚΟΥΡ-άζω: τον τιμωρώ με
ΚΟΥΡά.Τον τάδε τον κούρασαν Μοναχό-διαβάζουμε-τον κούρεψαν. Απο το
κουράζω/κουρεύω.
Ξε-ΚΟΥΡαστος κυριολεκτικά είναι ο ακούρευτος.
Πηγή :Ιστορία μιας λέξης
Νίκος Βαρδιάμπασης
εκδ. Λιβάνη